Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στολίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . στολί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [stɔˈlizɔ] VERB μεταβ

στολίζω
στολίζω κάποιον μτφ

II . στολίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. στολίζομαι (ντύνομαι):

2. στολίζομαι (καλλωπίζομαι):

Παραδειγματικές φράσεις με στολίζω

στολίζω κάποιον μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский