Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στόκος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στόκος [ˈstɔkɔs] SUBST αρσ

1. στόκος (για τζάμια):

στόκος
Kitt αρσ
στόκος
Spachtelmasse θηλ

2. στόκος (γυψομάρμαρο):

στόκος
Stuck αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский