στοιχείο [stiˈçiɔ] SUBST ουδ
1. στοιχείο (μέρος, μόριο):
-
Element ουδ
-
Vermögenswert αρσ
-
Reinelement ουδ
-
Mischelement ουδ
-
Fotoelement ουδ
-
Daten πλ
-
Rohdaten πλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.