Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμπλήρωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμπλήρωμα [simˈblirɔma] SUBST ουδ

1. συμπλήρωμα (γενικά):

συμπλήρωμα
Ergänzung θηλ

2. συμπλήρωμα (βιβλίου):

συμπλήρωμα
Nachtrag αρσ

3. συμπλήρωμα (φαγητού):

συμπλήρωμα
Nachschlag αρσ

4. συμπλήρωμα ΜΑΘ:

συμπλήρωμα
Komplement ουδ
συμπλήρωμα συνόλου

Παραδειγματικές φράσεις με συμπλήρωμα

συμπλήρωμα ουδ διατροφής (βιταμίνες κτλ)
συμπλήρωμα συνόλου
χρωμοσωματικό συμπλήρωμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский