Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμπληρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμπληρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [simbliˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. συμπληρώνω (αυτό που λείπει):

συμπληρώνω
συμπληρώνω τα σαράντα

2. συμπληρώνω (προσθέτω: ζάχαρη κτλ):

συμπληρώνω

3. συμπληρώνω (έντυπο):

συμπληρώνω

Παραδειγματικές φράσεις με συμπληρώνω

συμπληρώνω τα σαράντα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский