Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμπολεμιστής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμπολεμιστής (συμπολεμίστρια) [simbɔlɛmisˈtis, simbɔlɛˈmistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. συμπολεμιστής ΣΤΡΑΤ:

συμπολεμιστής (συμπολεμίστρια)
Kriegskamerad αρσ

2. συμπολεμιστής (συναγωνιστής):

συμπολεμιστής (συμπολεμίστρια)
Mitstreiter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский