Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμπλέκω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συ|μπλέκω <-νέπλεξα, -μπλέχτηκα, -μπλεγμένος> [simˈblɛkɔ] VERB μεταβ (συνδέω)

συμπλέκω

II . συμπλέκομαι VERB αυτοπ ρήμα (έρχομαι στα χέρια)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский