Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμπίπτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συ|μπίπτω <-νέπεσα> [simˈbiptɔ] VERB αμετάβ

συμπίπτω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский