Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καυσίμου“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμπλουτισμός καυσίμου
στοιχείο ουδ καυσίμου
ράβδος καυσίμου
Brennstab αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский