Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καύσιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καύσιμο [ˈkafsimɔ] SUBST ουδ συνήθ πλ

καύσιμο
Brennstoff αρσ
καύσιμο
Kraftstoff αρσ
καύσιμο
Treibstoff αρσ
βιολογικό καύσιμο
Biokraftstoff αρσ
ορυκτό καύσιμο
πυρηνικό καύσιμο
υγρό καύσιμο
υγρό καύσιμο

Παραδειγματικές φράσεις με καύσιμο

βιολογικό καύσιμο
ορυκτό καύσιμο
πυρηνικό καύσιμο
υγρό καύσιμο
καύσιμο αέριο
Brenngas ουδ
προωθητικό καύσιμο
Treibstoff αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский