Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καυστικότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καυστικότητα [kafstiˈkɔtita] SUBST θηλ

1. καυστικότητα ΧΗΜ:

καυστικότητα
Ätzkraft θηλ

2. καυστικότητα μτφ (λόγου):

καυστικότητα
Schärfe θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский