Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καυτηριάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καυτηριά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kaftiriˈazɔ] VERB μεταβ

1. καυτηριάζω ΙΑΤΡ:

καυτηριάζω

2. καυτηριάζω μτφ:

καυτηριάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский