Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καύσιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καύσιμ|ος <-η, -ο> [ˈkafsimɔs] ΕΠΊΘ

καύσιμος
brennbar, Brenn-
Brenngas ουδ
Brennstoff αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский