Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προωθητικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προωθητικό [prɔɔθitiˈkɔ] SUBST ουδ (καύσιμο)

προωθητικό
Treibstoff αρσ
υγρό προωθητικό

Παραδειγματικές φράσεις με προωθητικό

υγρό προωθητικό
προωθητικό υλικό
προωθητικό καύσιμο
Treibstoff αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский