Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προωθητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προωθητικ|ός <-ή, -ό> [prɔɔθitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. προωθητικός (που προωθεί και βοηθάει):

προωθητικός

2. προωθητικός (διαφημιστικός):

προωθητικός
Promotion-

3. προωθητικός (καύσιμο):

Treibstoff αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский