Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στοά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στοά [stɔˈa] SUBST θηλ

1. στοά (κτίσμα με κίονες):

στοά
Säulenhalle θηλ

2. στοά (πέρασμα):

στοά
Durchgang αρσ

3. στοά (ορυχείου):

στοά
Stollen αρσ

ιδιωτισμοί:

Παραδειγματικές φράσεις με στοά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский