Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαπλάθω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|απλάθω <-έπλασα, -απλάστηκα, -απλασμένος> [ðiaˈplaθɔ] VERB μεταβ

διαπλάθω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский