Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαπίστωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαπίστωσ|η <-εις> [ðiaˈpistɔsi] SUBST θηλ (εξακρίβωση)

διαπίστωση
Feststellung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με διαπίστωση

διαπίστωση θηλ ζημιάς

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский