Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαπιστώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαπιστώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðiapisˈtɔnɔ] VERB μεταβ

1. διαπιστώνω (εξακριβώνω):

διαπιστώνω

2. διαπιστώνω (αποδείχνω):

διαπιστώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский