Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάπλαση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάπλασ|η <-εις> [ðiˈaplasi] SUBST θηλ

διάπλαση
Formung θηλ

διάπλασ|η <-εις> [ðiˈaplasi] SUBST θηλ (νέων, χαρακτήρα)

διάπλαση
Formung θηλ
σωματική διάπλαση
Körperbau αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με διάπλαση

σωματική διάπλαση
Körperbau αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский