Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σωματική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σωματική κοιλότητα
Körperhöhle θηλ
σωματική βλάβη
σωματική δύναμη
Körperkraft θηλ
σωματική ακεραιότητα
σωματική κοιλότητα
Körperhöhle θηλ
σωματική διάπλαση
Körperbau αρσ
σωματική δυσλειτουργία
βίαιη σωματική βλάβη ΝΟΜ
σωματική/ψυχική εξάντληση
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „σωματική“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

σωματική επαφή θηλ
σωματική επαφή
σωματική ακεραιότητα
σωματική ανάπτυξη θηλ
σωματική βλάβη θηλ
σωματική ποινή θηλ
σωματική τιμωρία θηλ
σωματική διάπλαση θηλ
σωματική κοιλότητα θηλ
σωματική βλάβη θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский