Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξάντληση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξάντλησ|η <-εις> [ɛˈksandlisi] SUBST θηλ

εξάντληση
Erschöpfung θηλ
σωματική/ψυχική εξάντληση

Παραδειγματικές φράσεις με εξάντληση

σωματική/ψυχική εξάντληση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский