Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξαντλητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξαντλητικ|ός <-ή, -ό> [ɛksandlitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εξαντλητικός (δουλειά):

εξαντλητικός

2. εξαντλητικός (έρευνα):

εξαντλητικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский