Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξαντλώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εξαντλ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛksanˈdlɔ] VERB μεταβ

1. εξαντλώ (δυνάμεις, άνθρωπο):

εξαντλώ

2. εξαντλώ (προμήθειες):

εξαντλώ

II . εξαντλούμαι VERB αυτοπ ρήμα

1. εξαντλούμαι (έκδοση βιβλίου):

2. εξαντλούμαι (δυνάμεις):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский