Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ποινή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ποινή [piˈni] SUBST θηλ

1. ποινή:

ποινή
Strafe θηλ

2. ποινή ΝΟΜ:

ποινή
Strafe θηλ
ποινή ανηλίκων
Jugendstrafe θηλ
ελάχιστη ποινή
Mindeststrafe θηλ
κανονική ποινή
Regelstrafe θηλ
ποινή θηλ κράτησης
Haftstrafe θηλ
συνολική ποινή
Gesamtstrafe θηλ
χρηματική ποινή
Geldstrafe θηλ
ποινή θανάτου
Todesstrafe θηλ
Strafvollzug αρσ
Strafaufschub αρσ
Strafrest θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ποινή

ποινή θηλ κράτησης
Haftstrafe θηλ
εκτίνω ποινή
περιουσιακή ποινή ΝΟΜ
Geldstrafe θηλ
ποινή ανηλίκων
ελάχιστη ποινή
κανονική ποινή
συνολική ποινή
ποινή θανάτου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский