Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ποίμνιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ποίμνιο [ˈpimniɔ] SUBST ουδ

1. ποίμνιο (κοπάδι):

ποίμνιο
Herde θηλ

2. ποίμνιο ΘΡΗΣΚ:

ποίμνιο
Gemeinde θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский