Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναστολή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναστολή [anastɔˈli] SUBST θηλ

1. αναστολή (σταμάτημα):

αναστολή
Einstellung θηλ
αναστολή πληρωμών
αναστολή της ποινής ΝΟΜ

2. αναστολή (ελάττωση):

αναστολή
Dämpfung θηλ

3. αναστολή ΝΟΜ (αναβολή):

αναστολή
Aufschub αρσ
Strafaufschub αρσ

4. αναστολή ΨΥΧ:

Hemmungen θηλ πλ

5. αναστολή ΒΙΟΛ:

αναστολή
Hemmung θηλ
αναστολή ενζύμου
Enzymhemmung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αναστολή

αναστολή θηλ ενζύμου
αναστολή πληρωμών
αναστολή ενζύμου
αναστολή θηλ της δίκης
αναστολή της ποινής ΝΟΜ
αίτηση θηλ για αναστολή της δίκης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский