Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναστήλωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναστήλωσ|η <-εις> [anaˈstilɔsi] SUBST θηλ

1. αναστήλωση (κτιρίου):

αναστήλωση

2. αναστήλωση μτφ (αναζωογόνηση):

αναστήλωση
Neubelebung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский