Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναστέλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αν|αστέλλω <-έστειλα [ή -άστειλα], -αστάλθηκα, -ασταλμένος> [anaˈstɛlɔ] VERB μεταβ

1. αναστέλλω (σταματώ):

αναστέλλω

2. αναστέλλω (εμποδίζω):

αναστέλλω

Παραδειγματικές φράσεις με αναστέλλω

αναστέλλω την ποινική δίωξη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский