Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναστενάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναστενά|ζω <-ξα> [anastɛˈnazɔ] VERB αμετάβ

αναστενάζω
αναστενάζω από ανακούφιση

Παραδειγματικές φράσεις με αναστενάζω

αναστενάζω από ανακούφιση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский