Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναστατώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναστατώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [anastaˈtɔnɔ] VERB μεταβ

1. αναστατώνω (ερεθίζω πολύ, διεγείρω):

αναστατώνω

2. αναστατώνω (νευριάζω):

αναστατώνω

3. αναστατώνω (προκαλώ έντονα συναισθήματα):

αναστατώνω

4. αναστατώνω (μπερδεύω: συρτάρι, μαλλιά):

αναστατώνω

5. αναστατώνω (πλήθος: προκαλώ αναταραχή):

αναστατώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский