Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανασταλτικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανασταλτικό [anastaltiˈkɔ] SUBST ουδ ΨΥΧ

ανασταλτικό
Hemmung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский