Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανασταίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αναστ|αίνω <-ησα, -ήθηκα, -ημένος> [anasˈtɛnɔ] VERB μεταβ

1. ανασταίνω (νεκρό):

ανασταίνω

2. ανασταίνω (μόλις πνιγμένο):

ανασταίνω

3. ανασταίνω (αναζωογονώ):

ανασταίνω

4. ανασταίνω (μεγαλώνω, ανατρέφω):

ανασταίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский