Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναστηλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναστηλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [anastiˈlɔnɔ] VERB μεταβ

αναστηλώνω μτφ:

αναστηλώνω (κτήριο) (άνθρωπο)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский