Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιουσιακή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περιουσιακή κατάσταση
περιουσιακή ζημιά
περιουσιακή ποινή ΝΟΜ
περιουσιακή διαδοχή ΝΟΜ
περιουσιακή κατάσταση
περιουσιακή διαδοχή
συνολική περιουσιακή ποινή ΝΟΜ
περιουσιακή αυτοτέλεια θηλ (των συζύγων) ΝΟΜ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „περιουσιακή“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

περιουσιακή ποινή θηλ
περιουσιακή αξίωση
περιουσιακή κατάσταση θηλ
συνολική περιουσιακή ποινή θηλ
περιουσιακή αυτοτέλεια θηλ (των συζύγων)
μη περιουσιακή ζημία θηλ
ideeller Schaden ΝΟΜ
μη περιουσιακή ζημία
αξίωση μη περιουσιακή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский