Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτοτέλεια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτοτέλεια [aftɔˈtɛlia] SUBST θηλ

1. αυτοτέλεια (ανεξαρτησία):

αυτοτέλεια

2. αυτοτέλεια (αυθυπαρξία):

αυτοτέλεια

Παραδειγματικές φράσεις με αυτοτέλεια

περιουσιακή αυτοτέλεια θηλ (των συζύγων) ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский