Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξάλειψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξάλειψ|η <-εις> [ɛˈksalipsi] SUBST θηλ

1. εξάλειψη (με σφουγγάρι ή παρόμοιο):

εξάλειψη
Wegwischen ουδ

2. εξάλειψη (χρώματος, ιχνών):

εξάλειψη
Verwischen ουδ

3. εξάλειψη (διαγραφή):

εξάλειψη

4. εξάλειψη (υποθήκης):

εξάλειψη
Löschung θηλ
εξάλειψη υποθήκης

5. εξάλειψη (κατάργηση):

εξάλειψη
Abschaffung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με εξάλειψη

εξάλειψη υποθήκης
εξάλειψη θηλ εμπράγματου βάρους
εξάλειψη θηλ της ποινής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский