Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξάμβλωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξάμβλωμα [ɛˈksaɱvlɔma] SUBST ουδ

1. εξάμβλωμα (έκτρωμα):

εξάμβλωμα
Missgeburt θηλ

2. εξάμβλωμα μτφ (τερατώδες γέννημα, κακότεχνο κατασκεύασμα):

εξάμβλωμα
Monstrum ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский