Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξακριβώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξακριβώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛksakriˈvɔnɔ] VERB μεταβ

1. εξακριβώνω (βρίσκω: διεύθυνση):

εξακριβώνω

2. εξακριβώνω (διαπιστώνω):

εξακριβώνω

Παραδειγματικές φράσεις με εξακριβώνω

εξακριβώνω την αλήθεια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский