Ελληνικά » Γερμανικά

I . δέ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈðɛnɔ] VERB μεταβ

2. δένω (κλείνω με σκοινί ή κορδόνι):

δένω

II . δέ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈðɛnɔ] VERB αμετάβ (για σάλτσα)

δένω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский