Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: mitwollen , hinsollen και mitspielen

mit|wollen ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

mit|spielen ΡΉΜΑ αμετάβ

4. mitspielen οικ (mitmachen):

5. mitspielen (beteiligt sein):

6. mitspielen (zusetzen):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "mitsollen" σε άλλες γλώσσες

"mitsollen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina