Γερμανικά » Γαλλικά

I . leer [leːɐ] ΕΠΊΘ

2. leer (ausdruckslos):

leerfressen, leer fressen ΡΉΜΑ μεταβ

Βλέπε και: leer

I . leer [leːɐ] ΕΠΊΘ

2. leer (ausdruckslos):

Παραδειγματικές φράσεις με leerer

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina