Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „grossangelegter“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

groß·an·ge·legt ΕΠΊΘ προσδιορ

großangelegt → groß

Βλέπε και: groß

I . groß <größer, größte> [gro:s] ΕΠΊΘ

10. groß (in Eigennamen):

... der Große
... the Great

II . groß <größer, größte> [gro:s] ΕΠΊΡΡ

3. groß ΜΌΔΑ:

to let out sth χωριζ

4. groß (nicht klein):

groß kariert ΜΌΔΑ
large-checked προσδιορ

ιδιωτισμοί:

groß und breit οικ
groß machen παιδ γλώσσ οικ
to do number two [or βρετ a pooh] παιδ γλώσσ οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文