Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: inventer , enfanter , retenter , contenter και intenter

II . contenter [kɔ͂tɑ͂te] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

retenter [ʀ(ə)tɑ͂te] ΡΉΜΑ μεταβ

I . enfanter [ɑ͂fɑ͂te] ΡΉΜΑ αμετάβ λογοτεχνικό

II . enfanter [ɑ͂fɑ͂te] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό

1. enfanter (accoucher):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina