Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: conséquence , conséquent και conteste

conséquent(e) [kɔ͂sekɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

2. conséquent οικ (considérable):

conteste [kɔ͂tɛst] ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina