Γαλλικά » Γερμανικά

I . impatient(e) [ɛ͂pasjɑ͂, jɑ͂t] ΕΠΊΘ

II . impatient(e) [ɛ͂pasjɑ͂, jɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

Ungeduldige(r) θηλ(αρσ)

Παραδειγματικές φράσεις με impatiente

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "impatiente" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina