Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: hautain , hauban , musarder , hausser , hausse , haussière και haussier

haussier [ˊosje] ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ

Haussier αρσ ειδικ ορολ

aussièreNO [osjɛʀ], haussièreOT ΟΥΣ θηλ ΝΑΥΣ

Trosse θηλ

I . hausser [ˊose] ΡΉΜΑ μεταβ

1. hausser (surélever):

2. hausser (amplifier):

hauban [ˊobɑ͂] ΟΥΣ αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina