Γαλλικά » Γερμανικά

flécher [fleʃe] ΡΉΜΑ μεταβ

flèche1 [flɛʃ] ΟΥΣ θηλ

1. flèche (arc):

Pfeil αρσ

2. flèche (signe d'orientation):

Pfeil αρσ

3. flèche (critique acerbe):

Spitze θηλ

4. flèche (toit pointu):

[Turm]spitze θηλ

5. flèche (bras mobile):

Balken αρσ
[Dreh]arm αρσ
Ladebaum αρσ

6. flèche ΓΕΩΜ:

Pfeil αρσ

7. flèche ΦΥΣ:

Scheitelpunkt αρσ

8. flèche Η/Υ:

Mauszeiger αρσ

II . flèche1 [flɛʃ] Η/Υ

flèche2 [flɛʃ] ΟΥΣ θηλ

fléché(e) [fleʃe] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με fléchée

touche fléchée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina