I.ill <iller illest> [αμερικ ɪl, βρετ ɪl] ΕΠΊΘ
1.1. ill (unwell):
- enfermarse λατινοαμερ
2. ill (bad) προσδιορ:
- malhumor αρσ
II.ill [αμερικ ɪl, βρετ ɪl] ΕΠΊΡΡ χωρίς συγκρ
1. ill (hardly):
2. ill (badly):
- ill τυπικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.