I.shift [βρετ ʃɪft, αμερικ ʃɪft] ΟΥΣ
1. shift (alteration):
3. shift αμετάβλ:
- chemise θηλ
7. shift αμερικ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ → gear shift
8. shift (on keyboard) → shift key
II.shift [βρετ ʃɪft, αμερικ ʃɪft] ΡΉΜΑ μεταβ
1. shift (move):
2. shift (get rid of):
3. shift (transfer):
III.shift [βρετ ʃɪft, αμερικ ʃɪft] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. shift:
2. shift (move):
- shift οικ! βρετ
- pousse-toi! οικ
3. shift (change):
5. shift αμερικ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ:
IV.shift [βρετ ʃɪft, αμερικ ʃɪft] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
- shift yourselves οικ!
- poussez-vous! οικ